Ανηλεκτρότονος

Αλλαγές στη διεγερσιμότητα και την αγωγιμότητα σε ένα νευρικό ή μυϊκό κύτταρο στη γειτονιά της ανόδου κατά τη διέλευση ενός σταθερού ηλεκτρικού ρεύματος. [ανηλεκτρόδιο + Γ. τόνος, ένταση]