Απόλυτο πλεονέκτημα

Οικονομικός όρος που χρησιμοποιείται όταν συσχετίζονται δύο χώρες, εταιρείες ή άλλες οντότητες, όπου ένα από τα μέρη απολαμβάνει πλεονέκτημα σε σχέση με το άλλο. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην κατοχή διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή πόρων που βρίσκονται στο ένα αλλά όχι στο άλλο. Αποτελεί εμπόδιο στην είσοδο για αυτόν που δεν κατέχει το αντικείμενο.