Προσέγγιση απόλυτου κινδύνου

μια μέθοδος ελέγχου της νόσου που βασίζεται στην παρατήρηση ότι η αναλογική μείωση του κινδύνου για δεδομένες απόλυτες μειώσεις των παραγόντων κινδύνου είναι ανεξάρτητη από το επίπεδο του παράγοντα κινδύνου: για παράδειγμα, η μείωση της συστολικής αρτηριακής πίεσης κατά 10 mmHg προκαλεί το ίδιο ποσοστό μείωσης στον κίνδυνο καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικό σε όλα τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης πριν από τη θεραπεία. Τα οφέλη από τη μείωση τέτοιων παραγόντων κινδύνου εξαρτώνται κυρίως από τον απόλυτο κίνδυνο ασθένειας και όχι από τα προθεραπευτικά επίπεδα συγκεκριμένων παραγόντων κινδύνου. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη διαχείριση των παραγόντων κινδύνου που βασίζεται σε ένα όριο για κάθε παράγοντα (π.χ. αρτηριακή πίεση, επίπεδο χοληστερόλης) πάνω από το οποίο θεωρείται ότι υπάρχει μια θεραπεύσιμη ανωμαλία (π.χ. υπέρταση, υπερλιπιδαιμία). Οι απόλυτοι κίνδυνοι επηρεάζονται έντονα από μη τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου όπως η ηλικία, το φύλο και το προηγούμενο ιστορικό ασθένειας και εκφράζονται ως ποσοστιαίες πιθανότητες εμφάνισης της νόσου εντός καθορισμένων χρονικών οριζόντων, συνήθως 5 ή 10 ετών. Σύμφωνα με την προσέγγιση απόλυτου κινδύνου, η απόφαση για τη θεραπεία της αυξημένης αρτηριακής πίεσης ή της χοληστερόλης ορού εξαρτάται από το εκτιμώμενο συνολικό επίπεδο κινδύνου και όχι από το επίπεδο οποιουδήποτε μεμονωμένου παράγοντα κινδύνου. Η εφαρμογή μιας προσέγγισης απόλυτου κινδύνου μπορεί να συνεπάγεται ουσιαστικές αλλαγές στις στρατηγικές δημόσιας υγείας και στις συνθήκες υπό τις οποίες είναι δικαιολογημένη η διάθεση πόρων για προληπτική φαρμακευτική αγωγή.