Απόλυτος

Αν και η παραδοσιακή προφορά είναι όπως φαίνεται, η λέξη τονίζεται συχνά στην τελευταία συλλαβή στις Η.Π.Α. απεριόριστος; ασυνδυασμένο? αδιάλυτο (όπως αναφέρεται στο αλκοόλ). βέβαιος. [ΜΕΓΑΛΟ. absolutus, πλήρης, σελ. του ab-solvo, να χαλαρώσω από]