αποχή

Αποχή από τη χρήση ορισμένων τροφίμων, αλκοολούχων ποτών ή παράνομων ναρκωτικών ή από σεξουαλική δραστηριότητα ή άλλες συμπεριφορές. [ΜΕΓΑΛΟ. abstineo, συγκρατώ, φρ. teneo, να κρατάς]