Αχεΐρια

(1) Συγγενής απουσία του ενός ή και των δύο χεριών. (2) Αναισθησία στο ένα ή και στα δύο χέρια με απώλεια της αίσθησης κατοχής του χεριού ή των χεριών. (3) Μια διαταραχή ευαισθησίας στην οποία ο ασθενής δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει ποια πλευρά του σώματος έχει λάβει ερέθισμα. [ΣΟΛ. α- ιδιωτικό + cheir, χέρι]