Κυψελοειδής γλωσσική αύλακα

(1) εκείνο το τμήμα της στοματικής κοιλότητας που βρίσκεται ακριβώς, σε κάθε πλευρά του κροσσού της γλώσσας, μεταξύ της γλώσσας και της φατνιακής απόφυσης της κάτω γνάθου ή της κορυφογραμμής· (2) στο έμβρυο, το αυλάκι σε κάθε πλευρά μεταξύ του γλωσσικού αρχέγονου και των κυψελιδικών ανυψώσεων της κάτω γνάθου. ΣΥΝ: φατνιογλωσσική αύλακα, ουλογλώσσια αύλακα, ουλογλώσσια αύλακα.