Αμφοφίλη

αμφόφιλο (1) Έχει συγγένεια τόσο με όξινες όσο και με βασικές βαφές. ΣΥΝ: αμφόφιλος, αμφόφιλος. (2) Ένα κύτταρο που χρωματίζεται εύκολα είτε με όξινες είτε με βασικές βαφές. ΣΥΝ: αμφοχρωματοφιλικό, αμφοχρωματοφιλικό, αμφοκύτταρο. ΣΥΝ: αμφοχρωμόφιλος, αμφοχρωμόφιλος. [αμφο- + Γ. φίλος, λάτρης]