Ανατρικωτισμός

Κατάσταση του σφυγμού που εκδηλώνεται με τριπλό χτύπημα στο ανιόν άκρο της σφυγμογραφικής ανίχνευσης. [ΣΟΛ. ανα, επάνω, + τρι-, τρις, κροτός, κτύπημα]