Αναζοτουρία

Έλλειψη ή έλλειψη αζωτούχων μεταβολικών προϊόντων που απεκκρίνονται στα ούρα. αφορά ιδιαίτερα τις ασυνήθιστα μικρές ποσότητες ουρίας στα ούρα. [ΣΟΛ. αν- priv. + αζωτουρία]