Ανετόδερμα

Ατροφόδερμα κατά το οποίο το δέρμα γίνεται σαν σακουλάκι και ζαρώνει ή καταθλιπτικό, με απώλεια της ελαστικότητας του δέρματος. ΣΥΝ: ατροφία της ωχράς κηλίδας varioliformis cutis, atrophoderma maculatum, ατροφία της ωχράς κηλίδας, πρωτοπαθής ιδιοπαθής ατροφία της ωχράς κηλίδας, πρωτοπαθής ατροφία της ωχράς κηλίδας του δέρματος. [ΣΟΛ. anetos, χαλαρό, + derma, skin]