Ανευρυσμοπλαστική

Επιδιόρθωση ανευρύσματος με άνοιγμα του σάκου και συρραφή των τοιχωμάτων του για να αποκατασταθεί η φυσιολογική διάσταση στον αυλό της αρτηρίας.ανευρυσμορραγία. ΣΥΝ: ενδοανευρυσμοπλαστική, ενδοανευρυσμορραγία. [ανεύρυσμα + Γ. πλαστικός, σχηματισμένος]