Ανιακιναμίδωση

Σπάνια χρησιμοποιείται όρος για ανεπάρκεια νιασιναμίδης που μπορεί να σχετίζεται με την πελλάγρα. [ΣΟΛ. α- priv. + νιασιναμίδη + -όση, κατάσταση]