Ανοργασμία

Ανοργασμία Αποτυχία να βιώσετε έναν οργασμό. μπορεί να είναι βιογενής, δευτερογενής σε σωματική διαταραχή ή φαρμακευτική αγωγή (π.χ. SSRI ή πιθανώς κάποια ψυχοτρόπα φάρμακα) ή ναρκωτικά κατάχρησης, ή ψυχογενή, δευτερογενής σε ψυχολογικούς ή περιστασιακούς παράγοντες ή να έχει πολυπαραγοντική αιτία. [ΣΟΛ. αν- priv. + οργασμός + -ια]