Καχεκτίνη

Μια πολυπεπτιδική κυτοκίνη, που παράγεται από μακροφάγα ενεργοποιημένα από ενδοτοξίνη, η οποία έχει την ικανότητα να ρυθμίζει τον μεταβολισμό των λιποκυττάρων, να λύει κύτταρα όγκου in vitro και να προκαλεί αιμορραγική νέκρωση ορισμένων μεταμοσχεύσιμων όγκων in vivo. ΣΥΝ: παράγοντας νέκρωσης όγκου. [ΣΟΛ. κακος, κακος, + εξης, κατασταση σωματος]