Αισθητηριακή αμβλυωπία

καταστολή της κεντρικής όρασης σε ένα μάτι λόγω κακού σχηματισμού εικόνας. π.χ. από ουλή κερατοειδούς, καταρράκτη ή πεσμένο βλέφαρο. ΣΥΝ: στερητική αμβλυωπία.