Λαγνεία

(1) Κυριαρχία από τα συναισθήματα. (2) Απόλαυση σε αισθητηριακές απολαύσεις. [ΜΕΓΑΛΟ. sensualis, προικισμένος με αίσθημα, fr. sentio, να αισθάνεσαι]