Κατάσχεση

(1) Σχηματισμός sequestrum. (2) Απώλεια αίματος ή της περιεκτικότητάς του σε υγρό σε χώρους μέσα στο σώμα, έτσι ώστε να αποσυρθεί από τον κυκλοφορούντα όγκο, με αποτέλεσμα αιμοδυναμική βλάβη, υποογκαιμία, υπόταση και μειωμένη φλεβική επιστροφή στην καρδιά. [ΜΕΓΑΛΟ. sequestratio, fr. sequestro, σελ. -atus, να παραμερίσω]